Τρίτη 29 Μαρτίου 2011

Περί αυτογνωσίας

Του Γιάννη Σακελλαρίδη

Το συλλογικό κείμενο έξι αριστερών διανοούμενων που δημοσιεύτηκε στο «the books' journal» μπορεί ίσως να αποτελέσει σημείο καμπής για την ελληνική αριστερή σκέψη: Ποτέ ίσως εδώ και πολλά χρόνια δεν γράφτηκε ένα αριστερό μανιφέστο (δηλαδή κείμενο με αξιώσεις συνολικής ερμηνείας και πρότασης) με τόση δόση ρεαλισμού, αυτοπεποίθησης και ταυτοχρόνως ανύψωσης πάνω από κοντόθωρες ή ιδιοτελείς στοχεύσεις. Ή ίσως να γράφτηκαν, κι άλλα πολλά, αλλά να μην ήμασταν έτοιμοι να τα προσέξουμε και να τα διαδώσουμε. Διασκεδάζω αφάνταστα διαβάζοντας το ξεκίνημά του: οι νόμοι της φύσης υπάρχουν είτε μας αρέσουν είτε ότι, και το ίδιο ισχύει για τους νόμους της αγοράς. Με την απαραίτητη διευκρίνηση μετά, για λόγους κυριολεξίας, ότι δεν είναι ακριβώς έτσι.

Ίσως θα έπρεπε να αφήσουμε το κείμενο εδώ, επιτρέποντας στους αφελείς υπερασπιστές της αριστεροσύνης να αφρίζουν όσο θέλουν από τη λύσσα ή τον οίκτο τους, και στοχαζόμενοι το μέγεθος των συνεπειών που οφείλει να έχει η αναμέτρηση με την πραγματικότητα όπως την σκιαγραφούν οι συγγραφείς — τουλάχιστον για όσους επιζητούν να παρεμβαίνουν για την αλλαγή της πραγματικότητας και για όσους θέλουν να αισθάνονται ότι κατέχουν κάποιο ηθικό πλεονέκτημα. Νομίζω όμως ότι η δικαιολογημένη αγωνία των συγγραφέων για οριστική και άμεση υπέρβαση των μύθων, αγκυλώσεων και ασυνεπειών που τοποθετούν την Αριστερά όλο και περισσότερο στο περιθώριο, τους οδηγεί στην υποβάθμιση ορισμένων διδαγμάτων που η ιστορική εξέλιξη μάς παρέχει ανεξάρτητα από τις τραγικές αστοχίες των πολιτικών υποκειμένων, και τα οποία μπορούν να νοηματοδοτήσουν και να αναδείξουν τη διαφορετικότητα της πολιτικής τους πρότασης όταν αυτή έρθει σε αντιπαράθεση με τις υπόλοιπες κυρίαρχες δυνάμεις της κοινωνίας. Και καθώς η πρόταση, ή εν πάσει περιπτώσει η ιδεολογία, των συγγραφέων έχει ρητά αξιώσεις κοινωνικής ηγεμονίας, η έλλειψη αυτής της διάστασης μου φαίνεται άστοχη.

Θέλω να διευκρινήσω πως όσα θα γράψω δεν φαίνεται να επηρεάζουν καθόλου το «δια ταύτα», αυτό τουλάχιστον το «δια ταύτα» που συνάγω από το κείμενο σε συνδυασμό ίσως με άλλα κείμενα των ίδιων συγγραφέων. Εδώ έγκειται και η δυναμική, όχι μόνο του κειμένου, αλλά και της γενικότερης συγκυρίας: η αποκάλυψη της γύμνιας του βασιλιά έχει φέρει κοντά οπτικές των οποίων η ονομαστικές αξίες είναι αντίθετες, ενώ αντιθέτως έχει αποκαλύψει τα τεράστια χάσματα στόχων και μέσων που στην αμέσως προηγούμενη εποχή της πολιτικής ραστώνης καλύπτονταν υπό τη σκέπη της ίδιας ιδεολογίας. Αν όμως υπάρχει κάποια ελπίδα αυτό το «δια ταύτα» να περάσει από τα μπουντουάρ του διαδικτύου και μεμονωμένων ομάδων στο στίβο της δράσης (και, οφείλουμε να παραδεχτούμε, οι ελπίδες για να γίνει κάτι τέτοιο πριν από την απόλυτη βύθιση της χώρας στον πάτο της κρίσης είναι πενιχρές), αυτό δε θα γίνει με την απομόνωσή του από την οποιαδήποτε ιστορική προοπτική, αλλά μέσα από τη συνάρθρωσή του με γενικότερες ιστορικές διηγήσεις· πιο συγκεκριμένα, μέσα από τον ανταγωνισμό διαφορετικών ιστορικών διηγήσεων που όμως θα μπορούν να βρίσκονται σε διάλογο και να συγκλίνουν σε δράσεις κοινής αποδοχής. Αυτή είναι, νομίζω, και η μοναδική ουτοπία στην οποία μπορούμε να ελπίζουμε οι Έλληνες για το προσεχές μέλλον· από τον αναγνώστη που διατίθεται να συγκρατήσει ένα μόνο στοιχείο από το παρόν κείμενο, θα ζητούσα να συγκρατήσει αυτή την ελπίδα.

Η θέση μου είναι η εξής: η ιστορική εμπειρία και η έντιμη παρατήρηση δεν μας υποδεικνύει μόνο τους βασικούς κανόνες του οικονομικοπολιτικού παιχνιδιού (αυτούς που οι συγγραφείς ονομάζουν «νεοφιλελευθερισμό»), αλλά μας διδάσκει και πως οι κανόνες αυτοί είναι πολύ πιο ευρύχωροι απ' ό,τι συνήθως παρουσιάζεται. Επίσης, ότι αυτός που τους «παίζει» με βάση τις δικές του ανάγκες και δυνατότητες θα επιτύχει· αντιθέτως, ο σπασίκλας θα καταστεί, ούτε πολύ ούτε λίγο, αυτό ακριβώς που καταγγέλλουν και οι αριστεροί της ευκολίας: ένα ξέφραγο αμπέλι για την εξυπηρέτηση ντόπιων και αλλότριων συμφερόντων. Με βάση τη σημασιολογία των εννοιών που κυριαρχούν στο δημόσιο βίο, η απόσταση ανάμεσα στα δύο υποδείγματα είναι μικρή — όσο το σκαλοπατάκι που μερικοί θεωρούν ότι χωρίζει τη μετριοπαθή αριστερή αντιπολίτευση από το κυβερνών κόμμα. Με βάση μία πιο αντικειμενική ιστορική θεώρηση, η απόσταση είναι τεράστια — και πρέπει να αναδειχθεί.

Θα πάω και ένα βήμα παραπέρα: η ιστορία διδάσκει ότι ο καλύτερος τρόπος να παίξεις το σύστημα δεν είναι ως τζογαδόρος, αλλά με βάση ένα μείγμα συντηρητικών αρχών που θα μπορούσαν να θεωρηθούν και ως αριστερές: ισχυρό κράτος, δίχτυ κοινωνικής προστασίας, επένδυση στις υποδομές και την εκπαίδευση, προστασία του αδυνάτου· με προοδευτικές πρακτικές που θα μπορούσαν να θεωρηθούν και δεξιές: στήριξη της επιχειρηματικότητας, οικονομική ευελιξία, στοχευμένα επενδυτικά κίνητρα. Οι χώρες του ευρωπαϊκού βορρά με το ισχυρότερο κοινωνικό κράτος — Δανία, Σουηδία, Γερμανία — δεν είναι αυτές που κατέρρευσαν· έχουν όμως όλες τους έναν ισχυρό κρατικό μηχανισμό με λογοδοσία και αποτελεσματικότητα.[1]

Η υπεράσπιση των δημόσιων αγαθών ήταν πάντα προτεραιότητα για την Αριστερά — στα λόγια. Στην πράξη, μεταπολιτευτικά υπήρξε τουλάχιστον συνοδοιπόρος στην καταστροφή και κατασυκοφάντησή τους. Αν η κρίση προσφέρει μια ευκαιρία, είναι για την ταυτόχρονη συκοφάντηση των ληστρικών μοντέλων του καπιταλισμού-καζίνο, και την ανάδειξη ως μονοδρόμου της πραγματικής ανάπτυξης των δημοσίων αγαθών, με ό,τι κόστος και αν έχει αυτό για το κρατικοδίαιτο μοντέλο και τον κυρίαρχο ατομικιστικό τρόπο ζωής. Σε αυτόν τον στόχο έχουμε την ιστορία με το μέρος μας· ας αρχίσουμε να το συνειδητοποιούμε.

-----


[1]
Όπως σημειώνει ο Π.Κονδύλης: «Καθώς ο αντικομμουνιστικός αγώνας της Δύσης διαξάχθηκε προγραμματικά στο όνομα του φιλελευθερισμού, εδραιώθηκε η οπτική απάτη ότι η κατάρρευση του απαρχαιωμένου κομμουνισμού ισοδυναμεί με τη νίκη του αειθαλούς φιλελευθερισμού.» Ο αστικός φιλελευθερισμός του 19ου αιώνα είχε όμως, υπό την πίεση και του κομμουνισμού, εκχωρήσει τη θέση του στη «μαζική δημοκρατία» με «τη δημιουργία του κοινωνικού κράτους και με τη βαθμιαία εκτόπιση των αστών ως κυρίαρχης ή κοινωνικά καθοριστικής τάξης από κατ' αρχήν ανοιχτές οικονομικές και πολιτικές ελίτ μεταβαλλόμενης συνθέσεως.» (Άρθρο: «Κομμουνισμός και 20ος αιώνας», στη συλλογή «Από τον 20ό στον 21ο αιώνα», εκδ. Θεμέλιο.) Αυτό όμως το πρότυπο της μαζικής δημοκρατίας είναι που καταρρέει σήμερα, όπως βάσιμα ισχυρίζονται κάποιοι.

Κυριακή 20 Μαρτίου 2011

Μάνος Στεφανίδης: Απάντηση στο Νιόνιο




Παρά το μεγάλο αριθμό των καταγγελτικών κειμένων που γράφονται τελευταία, παρά το ότι η αγάπη μου για τον Σαββόπουλο δε σβήνει με τίποτα και παρά το ότι βρήκα απρεπείς κάποιες επιθέσεις που δέχτηκε προσφάτως, έχω καιρό να διαβάσω ένα τόσο περιεκτικό κείμενο και το αναδημοσιεύω από το
ιστολόγιο του Μάνου Στεφανίδη:

«Είμαι δεκαεξάρης, σας γαμώ τα Λύκεια»
Λαϊκισμός λαϊκοέντεχνος

Ο Διονύσης Σαββόπουλος σε συνέντευξή του στο «Ποντίκι» (10/3) δηλώνει εμφαντικά. «Τιμώ τον Πάγκαλο αλλά δεν τα φάγαμε μαζί». Για να τιμά τον κ. αντιπρόεδρο, προφανώς έχει το λόγο του, ως προς το δεύτερο όμως σκέλος της δήλωσής του υπάρχουν συγκεκριμένες ενστάσεις:

Αγαπητέ Νιόνιο, δυστυχώς μαζί τα φάγατε. Αυτοί ως εξουσία που συναλλάσσεται και εξαγοράζει, εσύ ως ευφυέστατος πλην θεσμικός καλλιτέχνης που παρέσχες αφειδώς στο σύστημα το άλλοθι που είχε ανάγκη. Επειδή έχει περάσει θλιβερά πολύς καιρός από το «Βρώμικο Ψωμί», την ελεγεία του Κοεμτζή, ή τον «Πολιτευτάκια». Αλλά ακόμη και από την εποχή που χλεύαζες τον τύπο εκείνο με την πιτυρίδα, το μούσι και το τσαντάκι, τον ενημερωμένο από τον Κακαουνάκη ή τους κωλοέλληνες που λίγο ρατσιστικά αμαύρωναν την αρχαιοελληνική (σου) καθαρότητα. Έπειτα ήρθαν τα μητσοτάκ, οι κολεγιές με την κυρία Μαρίκα, οι κρατικές, εθνικοπατριωτικές συναυλίες με τον υπουργό Βαρβιτσιώτη -είχες βλέπει και το γιό σου φαντάρο- αλλά και οι απίστευτα χαριτωμένες μεν, παπαροειδείς δε κοινότητες των Ελλήνων που με ορθοδοξίες και άλλες κοινοτοπίες φτιάχνουν άλλους γαλαξίες κλπ. Μετά ήρθε ο Μυλοπόταμος και οι Φιλιππινέζες συν τα πατριαρχεία . Εν ολίγοις ως main stream καλλιτέχνης κατάφερες, νόμισες, να έχεις και τον σκύλο και τη πίτα ακέραιους. Είναι έτσι όμως; Τι σχέση έχει ο Νιόνιος του «Κύτταρου» και του «Ροντέο» με το Μέγαρο και Παλλάς; Μονάχα το αναλλοίωτο στυλ ενός ταλέντου που ξέρει οβιδιακά να μεταλλάσσεται για να βρίσκεται πάντα στην επικαιρότητα. Να γιατί τα φάγατε μαζί. Προς θεού δεν υπαινίσσομαι αρπαχτές ή ποινικά κολάσιμες πράξεις. Υποστηρίζω ευθέως ότι κι εσύ υπήρξες από νωρίς τμήμα της συγκάλυψης. Της αποσιώπησης και της κυρίαρχης συναίνεσης οι οποίες καταδίκασαν αυτόν τον τόπο στη νιρβάνα της άγνοιας και στο σκοτάδι του «έχει ο Θεός». Σ΄ εκείνο το γιαλαντζί εκσυγχρονισμό δηλαδή όπου όλα αλλάζουνε κι όλα τα ίδια μένουν, αρκεί να μην θιγεί το star system και τα κυρίαρχα ιδεολογικά στερεότυπα. Αυτόν τον φασιστοειδή, πολυσυλλεκτικό λαϊκισμό, τέλος, που εξίσωσε την ποιότητα ζωής με τη χυδαία κατανάλωση και την τέχνη με τη φαντασμαγορία ή την άνευ όρων διασκέδαση. Αυτόν πληρώνουμε τώρα. Και ως προς αυτό φταίμε όλοι. Αφού οι κεφαλές του τόπου κοιτούσαν απλώς την καριέρα τους. Πλην ελαχίστων εξαιρέσεων. Όσων έγκαιρα προέβλεψαν την κρίση αποκαλύπτοντας και κριτικάροντας τους μηχανισμούς που την προκαλούσαν. Και γι αυτό υπέστησαν περιθωριοποιήσεις αποκλεισμούς κλπ. Μπορείς να το φανταστείς, εσύ ο αγαπημένος των ΜΜΕ, με το κάπως αφ΄ υψηλούς υφάκι; Διανοητές ή δημιουργοί όπως ο Παναγιώτης Κονδύλης ή ο προφητικός Βλάσης Κανιάρης του «Ελλάδα αλίμονο» από το 1980, ήσαν δια βίου αποσιωπημένοι από τα κυρίαρχα έντυπα και κάποια τσογλάνια της δημοσιογραφίας, Η λίστα λ.χ. των κομμένων από τον ΔΟΛ υπήρξε περιώνυμη. Αντίθετα οι εύκολες γραφίδες ή οι καλλιτέχνες – διακοσμητές, όλοι δηλαδή οι σημαιοφόροι μιας συγκίνησης σε τιμή ευκαιρίας, πρωταγωνιστούσαν. Αστειάκια, εξυπναδούλες, δηθενιές, κασσανδρισμοί εκ του ασφαλούς και στον ρόλο του Χορν ο Φασουλής. Επίσης, άλλοι «διεθνείς» μας συγγραφείς ή δαφνοστεφανωμένοι ποιητές της αριστεράς έπαιρναν αιωνόβιες εκπομπές στη τηλεόραση –για να ταυτίζεται στο διηνεκές η κουλτούρα με τη νύστα–, χρυσοφόρες θέσεις στο κράτος του ωραίου και παράλληλα έναν φωτοστέφανο που τους θεοποιούσε εν ζωή με το αζημίωτο. Να γιατί σταμάτησε να γράφει ο Μανόλης Αναγνωστάκης αν θυμάσαι, να γιατί αναχώρησαν αυτοβούλως ο Χειμωνάς κι ο Λάγιος, να γιατί μαράζωσαν εκτός κρατικών επιχορηγήσεων ο Νίκος Νικολαίδης ή ο Άρης Ρέτσος ενώ αντίθετα ο Δημήτρης Λιγνάδης ή Κακαουνάκης γελοιοποιούν την Επίδαυρο και δεν κουνιέται φύλλο!

Μεγάλε τραγικέ, της τέχνης, ρετιρέ

ευάερο, ευήλιο, διαμπερέ! (sic).

Τι πνεύμα! Τι δράμα, λοιπόν, η σιωπή των αμνών - διανοούμενων! Ο άλλος πικρόχολος Σαλονικιός φίλος σου Χριστιανόπουλος το είπε καλά. «Φανταστείτε που έχει φτάσει ο τόπος όταν θεωρούν μεγάλους ποιητές τη Δημουλά κι εμένα!». Εκεί φτάσαμε. Όλοι με όλα. Και με τον Κωστάκη και με τον Γιωργάκη. Και με τους «ομιχλιστές» και με τα κατά παραγγελίαν βραβεία ή το κρατικό χρήμα. Και κυρίως με ένα νεποτισμό που συνεχίζεται, αδιαμφισβήτητος, κι ένα υπουργείο πολιτισμού γεμάτο ανέμπνευστους κλειδοκράτορες που απλώς μοιράζουν πολιτιστικό χρήμα. Κανείς δεν αντιστέκεται; Αντιστεκόταν το «Αντί» γι΄ αυτό είχαμε καταντήσει γραφικοί οι συντάκτες του. Αντιστέκονται ακόμη κάποιοι δημοσιογράφοι που είναι εργαζόμενοι αλλά όχι υπάλληλοι του αφεντικού τους. Ούτε, πολύ χειρότερα, συνέταιροι. Όπως ο Στάθης ή ο Κ. Αγγελόπουλος ή ο πρόωρα αποσυρμένος -από αηδία- Βασίλης Καββαθάς. Καταλαβαίνεις βέβαια γιατί μου λείπει ο Μάνος Χατζιδάκις και ο ποιητικός – διαβρωτικός λόγος του. Η οξύτατη, παρέμβαση του στα κοινά που ήταν αριστοκρατική άλλα ποτέ αφ υψηλού. Τελικά όλοι όσοι αντιστέκονται είναι αριστοκράτες. Σαν τον Δήμο Θέο ή τον Κωστή Παπαγιώργη ή τον Δημήτρη Αληθεινό ή τον Νίκο Μπάικα ή τον συνθέτη Χάρη Βρόντο (απολυμένο πλέον από το Γ΄ πρόγραμμα)!

Έτσι λοιπόν σήμερα η αποστροφή σου για τους κωλοέλληνες επειδή είναι αφ υψηλού αλλά δεν αγγίζει την ουσία της νόσου, μου θυμίζει την σιδερωμένη έκφραση της Όλγας Τρέμη. Και δεν τσιμπάω. Όχι άλλη, μεταλλαγμένη ΚΝΕ πια στο δημόσιο βίο. Νιόνιο, υπήρξες ο πιο προικισμένος της γενιάς σου και έχεις γράψει συνταρακτικά πράγματα. Αλίμονο, σήμερα η μουσική σου προκαλεί συγκίνηση ή και νοσταλγία. Σίγουρα πάντως αμηχανία. Σου θυμίζω την Καλομοίρα στο Ηρώδειο του Μητρόπουλου και της Wiener Philarmoniker. Και ποτέ πια σοκ. Και αυτό είναι άδικο. Πρωτίστως για σένα…

ΥΓ 1
Τρώγαμε στο ουζερί του καπετάν Μιχάλη, στη Φειδίου, ο Γουδέλης, ο Καββαθάς και ο Βεριόπουλος όταν μας αιφνιδίασε μια εξαιρετική πλανόδια μπάντα. Ρουμάνοι και Αλβανοί αδελφωμένοι. Τι ρούμπες, τι σουίνγκ, τι αυτοσχεδιασμοί! Τι ηρωικό πράγμα τελικά η καθημερινότητα! Μαγεία. Αυτούς πρέπει να τους επιχορηγεί το ΥΠΠΟ, πέταξε ο Βασίλης και γελάσαμε. Τώρα όμως που καλοσκέφτομαι δεν είναι αστείο. Οι μπάντες αυτές διατηρούν ακόμη εκείνο τον αυτοσχεδιαστικό τρόπο της χαράς που τόσο λείπει στα μαραζωμένα μας στέκια. Θυμάσαι Νιόνιο;
Κι επίσης επειδή ισορροπούν ρωμαλέα πάνω στη τεντωμένη κλωστή της τέχνης και της επιβίωσης.

ΥΓ 2
Τελικά και από το υπόγειο φαίνεται η θάλασσα. Ευτυχώς. Μόνος που πέρασε πολύς καιρός χωρίς να γίνει το θαύμα σε αυτόν το τόπο. Τι κι αν κατεβαίνει ο Άγγελος; Βρίσκει στέρφα τη λίμνη.

ΥΓ 3
Όταν έμπαινε ο Δούρειος Ίππος, οι Τρώες έβλεπαν μπάλα στην τηλεόραση. Όπως και τώρα...

Σάββατο 19 Μαρτίου 2011

Εγκληματική ανευθυνότητα


Στους εξεγερμένους της Βεγγάζης που πανηγύρισαν για την απόφαση του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ, οι σοφοί της ελληνικής αριστεράς λένε «μη χαίρεστε, καλύτερα να σας σφάξουν παρά αυτό που έρχεται». Ανίκανοι να ιεραρχήσουν τις διαφορετικές εκφάνσεις του καλού και του κακού, επιλέγουν με μοναδικό κριτήριο το τι κάνουν οι ΗΠΑ και οι υπόλοιπες δυνάμεις του κακού.

Η κατάντια της ελληνικής αριστεράς δεν έχει όρια. Διαβάζω στο κύριο άρθρο της «Αυγής», με τίτλο «Μακριά από τον πόλεμο!», ότι «χώρες όπως η Ελλάδα, [..] δεν έχουν λόγο να αναμιχθούν στρατιωτικά στην κρίση», ότι «όσοι τώρα σπεύδουν να ενεργήσουν στρατιωτικά για... ανθρωπιστικούς λόγους, είναι οι ίδιοι οι οποίοι επί σειρά ετών στήριζαν το δικτατορικό καθεστώς Καντάφι και έκαναν μπίζνες μαζί του» και ότι, άκουσον άκουσον, «θα αρκούσε μια απόφασή τους για κατάσχεση των περιουσιακών στοιχείων του Καντάφι και της οικογένειάς του, ώστε το καθεστώς να αντιληφθεί ότι η απομόνωση μετράει»! Ο Λαφαζάνης λέει ότι είναι «ντροπή για τη χώρα» η συμμετοχή στην επέμβαση στη Λιβύη, και ότι «μετατρέπει τη χώρα σε προτεκτοράτο της Τρόικα και στρατιωτικό πιόνι των ΗΠΑ, του ΝΑΤΟ και του Ισραήλ.» (Στα καθ' ημάς, η Δημοκρατική Αριστερά ξόρκισε το κακό με ευχολόγια «για ειρηνική επίλυση της κρίσης στη Λιβύη, με τελικό στόχο την ανάδειξη μέσα από δημοκρατικές διαδικασίες, νέας ηγεσίας στη χώρα.»)

Δεν υπάρχει αμφιβολία για την υποκρισία της Δύσης, γενικότερα και ειδικότερα στα του αραβικού κόσμου, μόνο που στη συγκεκριμένη περίπτωση αυτή έχει να κάνει με την καθυστέρηση που σημειώθηκε στην επιβολή ζώνης απαγόρευσης πτήσεων. (Να τονίσουμε, βέβαια, εδώ τις ακόμα μεγαλύτερες ευθύνες Ρωσίας-Κίνας, των χωρών δηλαδή από στις οποίες όλοι οι αιθεροβάμονες, από το φαιοκόκκινο εθνικιστικό μέτωπο μέχρι την ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ, προσβλέπουν για τη δανειοδότηση της χώρας όταν αυτή απελευθερωθεί από τον εναγκαλισμό της τρόικας.) Η καθυστέρηση δεν μπορεί να είναι τυχαία - οι μεγάλες δυνάμεις αισθάνονταν άβολα με τις αραβικές επαναστάσεις και προτιμούν μία ενδιάμεση κατάσταση όπου θα μπορούν να μεσολαβήσουν, ελέγχοντας και τη ροή του πετρελαίου, από μία καθαρή νίκη των επαναστατών. Από την άλλη, η σκιά της γενοκτονίας στη Ρουάντα που η διεθνής κοινότητα παρακολούθησε παθητικά πέφτει βαριά σε μία μεσογειακή αφρικανική χώρα της οποίας ο δικτάτορας ήθελε να γίνει ηγέτης των «Ηνωμένων Πολιτειών της Αφρικής».

Σκέφτομαι την ανατριχίλα που θα αισθάνονταν αυτή τη στιγμή οι εξεγερμένοι της Βεγγάζης, οι ίδιοι που κατά τ' άλλα αποθεώνονται από την ίδια αριστερά, αν γνώριζαν για αυτές τις δηλώσεις. Ευτυχώς, στη συγκεκριμένη περίπτωση, ο λόγος της αριστεράς δε μετράει για σχεδόν τίποτα πια στην Ελλάδα· πονάει όμως να βλέπεις σε ζωντανό χρόνο με ποιον τρόπο ώθησε και ωθεί τον εαυτό της στο περιθώριο.

Politics, math and more...

Ένα ιστολόγιο.