Το συλλογικό κείμενο έξι αριστερών διανοούμενων που δημοσιεύτηκε στο «the books' journal» μπορεί ίσως να αποτελέσει σημείο καμπής για την ελληνική αριστερή σκέψη: Ποτέ ίσως εδώ και πολλά χρόνια δεν γράφτηκε ένα αριστερό μανιφέστο (δηλαδή κείμενο με αξιώσεις συνολικής ερμηνείας και πρότασης) με τόση δόση ρεαλισμού, αυτοπεποίθησης και ταυτοχρόνως ανύψωσης πάνω από κοντόθωρες ή ιδιοτελείς στοχεύσεις. Ή ίσως να γράφτηκαν, κι άλλα πολλά, αλλά να μην ήμασταν έτοιμοι να τα προσέξουμε και να τα διαδώσουμε. Διασκεδάζω αφάνταστα διαβάζοντας το ξεκίνημά του: οι νόμοι της φύσης υπάρχουν είτε μας αρέσουν είτε ότι, και το ίδιο ισχύει για τους νόμους της αγοράς. Με την απαραίτητη διευκρίνηση μετά, για λόγους κυριολεξίας, ότι δεν είναι ακριβώς έτσι.
Ίσως θα έπρεπε να αφήσουμε το κείμενο εδώ, επιτρέποντας στους αφελείς υπερασπιστές της αριστεροσύνης να αφρίζουν όσο θέλουν από τη λύσσα ή τον οίκτο τους, και στοχαζόμενοι το μέγεθος των συνεπειών που οφείλει να έχει η αναμέτρηση με την πραγματικότητα όπως την σκιαγραφούν οι συγγραφείς — τουλάχιστον για όσους επιζητούν να παρεμβαίνουν για την αλλαγή της πραγματικότητας και για όσους θέλουν να αισθάνονται ότι κατέχουν κάποιο ηθικό πλεονέκτημα. Νομίζω όμως ότι η δικαιολογημένη αγωνία των συγγραφέων για οριστική και άμεση υπέρβαση των μύθων, αγκυλώσεων και ασυνεπειών που τοποθετούν την Αριστερά όλο και περισσότερο στο περιθώριο, τους οδηγεί στην υποβάθμιση ορισμένων διδαγμάτων που η ιστορική εξέλιξη μάς παρέχει ανεξάρτητα από τις τραγικές αστοχίες των πολιτικών υποκειμένων, και τα οποία μπορούν να νοηματοδοτήσουν και να αναδείξουν τη διαφορετικότητα της πολιτικής τους πρότασης όταν αυτή έρθει σε αντιπαράθεση με τις υπόλοιπες κυρίαρχες δυνάμεις της κοινωνίας. Και καθώς η πρόταση, ή εν πάσει περιπτώσει η ιδεολογία, των συγγραφέων έχει ρητά αξιώσεις κοινωνικής ηγεμονίας, η έλλειψη αυτής της διάστασης μου φαίνεται άστοχη.
Θέλω να διευκρινήσω πως όσα θα γράψω δεν φαίνεται να επηρεάζουν καθόλου το «δια ταύτα», αυτό τουλάχιστον το «δια ταύτα» που συνάγω από το κείμενο σε συνδυασμό ίσως με άλλα κείμενα των ίδιων συγγραφέων. Εδώ έγκειται και η δυναμική, όχι μόνο του κειμένου, αλλά και της γενικότερης συγκυρίας: η αποκάλυψη της γύμνιας του βασιλιά έχει φέρει κοντά οπτικές των οποίων η ονομαστικές αξίες είναι αντίθετες, ενώ αντιθέτως έχει αποκαλύψει τα τεράστια χάσματα στόχων και μέσων που στην αμέσως προηγούμενη εποχή της πολιτικής ραστώνης καλύπτονταν υπό τη σκέπη της ίδιας ιδεολογίας. Αν όμως υπάρχει κάποια ελπίδα αυτό το «δια ταύτα» να περάσει από τα μπουντουάρ του διαδικτύου και μεμονωμένων ομάδων στο στίβο της δράσης (και, οφείλουμε να παραδεχτούμε, οι ελπίδες για να γίνει κάτι τέτοιο πριν από την απόλυτη βύθιση της χώρας στον πάτο της κρίσης είναι πενιχρές), αυτό δε θα γίνει με την απομόνωσή του από την οποιαδήποτε ιστορική προοπτική, αλλά μέσα από τη συνάρθρωσή του με γενικότερες ιστορικές διηγήσεις· πιο συγκεκριμένα, μέσα από τον ανταγωνισμό διαφορετικών ιστορικών διηγήσεων που όμως θα μπορούν να βρίσκονται σε διάλογο και να συγκλίνουν σε δράσεις κοινής αποδοχής. Αυτή είναι, νομίζω, και η μοναδική ουτοπία στην οποία μπορούμε να ελπίζουμε οι Έλληνες για το προσεχές μέλλον· από τον αναγνώστη που διατίθεται να συγκρατήσει ένα μόνο στοιχείο από το παρόν κείμενο, θα ζητούσα να συγκρατήσει αυτή την ελπίδα.
Η θέση μου είναι η εξής: η ιστορική εμπειρία και η έντιμη παρατήρηση δεν μας υποδεικνύει μόνο τους βασικούς κανόνες του οικονομικοπολιτικού παιχνιδιού (αυτούς που οι συγγραφείς ονομάζουν «νεοφιλελευθερισμό»), αλλά μας διδάσκει και πως οι κανόνες αυτοί είναι πολύ πιο ευρύχωροι απ' ό,τι συνήθως παρουσιάζεται. Επίσης, ότι αυτός που τους «παίζει» με βάση τις δικές του ανάγκες και δυνατότητες θα επιτύχει· αντιθέτως, ο σπασίκλας θα καταστεί, ούτε πολύ ούτε λίγο, αυτό ακριβώς που καταγγέλλουν και οι αριστεροί της ευκολίας: ένα ξέφραγο αμπέλι για την εξυπηρέτηση ντόπιων και αλλότριων συμφερόντων. Με βάση τη σημασιολογία των εννοιών που κυριαρχούν στο δημόσιο βίο, η απόσταση ανάμεσα στα δύο υποδείγματα είναι μικρή — όσο το σκαλοπατάκι που μερικοί θεωρούν ότι χωρίζει τη μετριοπαθή αριστερή αντιπολίτευση από το κυβερνών κόμμα. Με βάση μία πιο αντικειμενική ιστορική θεώρηση, η απόσταση είναι τεράστια — και πρέπει να αναδειχθεί.
Θα πάω και ένα βήμα παραπέρα: η ιστορία διδάσκει ότι ο καλύτερος τρόπος να παίξεις το σύστημα δεν είναι ως τζογαδόρος, αλλά με βάση ένα μείγμα συντηρητικών αρχών που θα μπορούσαν να θεωρηθούν και ως αριστερές: ισχυρό κράτος, δίχτυ κοινωνικής προστασίας, επένδυση στις υποδομές και την εκπαίδευση, προστασία του αδυνάτου· με προοδευτικές πρακτικές που θα μπορούσαν να θεωρηθούν και δεξιές: στήριξη της επιχειρηματικότητας, οικονομική ευελιξία, στοχευμένα επενδυτικά κίνητρα. Οι χώρες του ευρωπαϊκού βορρά με το ισχυρότερο κοινωνικό κράτος — Δανία, Σουηδία, Γερμανία — δεν είναι αυτές που κατέρρευσαν· έχουν όμως όλες τους έναν ισχυρό κρατικό μηχανισμό με λογοδοσία και αποτελεσματικότητα.[1]
Η υπεράσπιση των δημόσιων αγαθών ήταν πάντα προτεραιότητα για την Αριστερά — στα λόγια. Στην πράξη, μεταπολιτευτικά υπήρξε τουλάχιστον συνοδοιπόρος στην καταστροφή και κατασυκοφάντησή τους. Αν η κρίση προσφέρει μια ευκαιρία, είναι για την ταυτόχρονη συκοφάντηση των ληστρικών μοντέλων του καπιταλισμού-καζίνο, και την ανάδειξη ως μονοδρόμου της πραγματικής ανάπτυξης των δημοσίων αγαθών, με ό,τι κόστος και αν έχει αυτό για το κρατικοδίαιτο μοντέλο και τον κυρίαρχο ατομικιστικό τρόπο ζωής. Σε αυτόν τον στόχο έχουμε την ιστορία με το μέρος μας· ας αρχίσουμε να το συνειδητοποιούμε.
-----
[1]
Όπως σημειώνει ο Π.Κονδύλης: «Καθώς ο αντικομμουνιστικός αγώνας της Δύσης διαξάχθηκε προγραμματικά στο όνομα του φιλελευθερισμού, εδραιώθηκε η οπτική απάτη ότι η κατάρρευση του απαρχαιωμένου κομμουνισμού ισοδυναμεί με τη νίκη του αειθαλούς φιλελευθερισμού.» Ο αστικός φιλελευθερισμός του 19ου αιώνα είχε όμως, υπό την πίεση και του κομμουνισμού, εκχωρήσει τη θέση του στη «μαζική δημοκρατία» με «τη δημιουργία του κοινωνικού κράτους και με τη βαθμιαία εκτόπιση των αστών ως κυρίαρχης ή κοινωνικά καθοριστικής τάξης από κατ' αρχήν ανοιχτές οικονομικές και πολιτικές ελίτ μεταβαλλόμενης συνθέσεως.» (Άρθρο: «Κομμουνισμός και 20ος αιώνας», στη συλλογή «Από τον 20ό στον 21ο αιώνα», εκδ. Θεμέλιο.) Αυτό όμως το πρότυπο της μαζικής δημοκρατίας είναι που καταρρέει σήμερα, όπως βάσιμα ισχυρίζονται κάποιοι.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου