Η Δημοκρατική Αριστερά δεν έχει την πολυτέλεια σήμερα να συνεννοείται μόνο με αριστερούς.
Οι ελπίδες που δημιουργήθηκαν μέσα σε μία μικρή κοινότητα αριστερών όταν δημιουργήθηκε η Δημοκρατική Αριστερά, φάνηκε να βρίσκουν ευρύτερο ακροατήριο πριν τις δημοτικές εκλογές, τότε που σε μία κίνηση θαρραλέα και με εξαιρετική αίσθηση των προσδοκιών της κοινωνίας ο Φώτης Κουβέλης πρότεινε για δημάρχους Αθήνας και Θεσσαλονίκης δύο ανθρώπους που θα ανέτρεπαν καθεστώτα δεκαετιών και θα έδιναν μία άλλη πνοή στην πολιτική ζωή. Δυστυχώς, η πορεία του κόμματος έκτοτε ακολουθεί, με αυξανόμενους ρυθμούς, την «αριστερή πεπατημένη» — από ένα συνέδριο με λίστες και οπαδιλίκι μέχρι τις πρόσφατες, άνευ περιεχομένου, ακροβατικές ανακοινώσεις για την οικονομία.
Ταυτόχρονα, ο κοινωνικός αναβρασμός είναι μεγάλος και πολυάριθμοι μέτοχοι του δημοσίου λόγου απευθύνουν απελπισμένες εκκλήσεις για την ανάδειξη μίας δύναμης που θα ανατρέψει τη «μοιρασιά» της μεταπολίτευσης, τη στιγμή που αποκαλύπτεται όλο και περισσότερο η απροθυμία της κυβέρνησης να το πράξει. Όπως θα εξηγήσω παρακάτω, οι προϋποθέσεις για να σχηματιστεί μία τέτοια πολιτική δύναμη υπάρχουν· ας ξεκαθαρίσει λοιπόν η ηγεσία της ΔΑ αν ενδιαφέρεται να παίξει έναν τέτοιο ρόλο (δυστυχώς, μιλάω για «ηγεσία» και έβαλα στον τίτλο τον Κουβέλη, διότι δεν έχω πεισθεί ότι μετράει η γνώμη κανενός άλλου από μίας χούφτας ατόμων), και αν όχι ας μας το πει ώστε να αναζητήσουμε αλλού τη λύση.
Για πολλούς από εμάς η κρίση έχει ανατρέψει, ίσως όχι τόσο πολύ τις απόψεις μας αυτές καθαυτές, αλλά σίγουρα τις ιεραρχήσεις και τις προτεραιότητες. Έχουμε συνειδητοποιήσει, λόγου χάρη, ότι σε όλο το φάσμα από αριστερά προς τα δεξιά υπάρχουν άνθρωποι που υπερασπίζονται λυσσαλέα τα άδικα προνόμια ορισμένων κοινωνικών ομάδων, είτε αυτές είναι τα λεγόμενα «ρετιρέ» των ΔΕΚΟ είτε οι σύλλογοι των δικηγόρων, μηχανικών και άλλων «ευγενών» επαγγελμάτων. Έχουμε συνειδητοποιήσει πόσο δύσκολο είναι να επιβληθεί οποιαδήποτε αλλαγή σε αυτές τις κοινωνικές ομάδες και, επομένως, πόσο αναγκαία είναι η συμμαχία ενός όσο το δυνατό ευρύτερου φάσματος δυνάμεων προκειμένου να περάσουν ορισμένες αλλαγές. Έχουμε βρεθεί σε πολλές συζητήσεις να συμφωνούμε περισσότερο με τους δεξιούς παρά με τους αριστερούς συνομιλητές, και νομίζω ότι έχουμε αρχίσει να συνειδητοποιούμε ότι μ'όλες τις διαφορές απόχρωσης και γλώσσας, μπορεί να λέμε πολύ παρόμοια πράγματα με ορισμένους από τους πρώτους. Ένα απλό παράδειγμα: πολλοί ομνύουν στο δεξιό φιλελευθερισμό επειδή βλέπουν τις αποτυχίες του κράτους, δεν ανέχονται τα λεφτά των φορολογούμενων να σπαταλώνται, και πιστεύουν ότι με τη μεταβίβαση ορισμένων κομματιών του κράτους στον ιδιωτικό τομέα θα λυθεί ο γόρδιος δεσμός της διαπλοκής και της αργομισθίας. Άλλοι, αριστερά σκεπτόμενοι, βλέπουν στις αποτυχίες του κράτους την προδοσία του κοινωνικού συμβολαίου και την ιδιοποίηση από ορισμένες κοινωνικές κατηγορίες των Δημοσίων Αγαθών· και ελπίζουν σε μία επανίδρυση του κράτους που θα το απαλλάξει από όλα αυτά τα δεινά. Εκ πρώτης όψεως, οι δύο απόψεις διαφέρουν πολύ στο δια ταύτα· ποια υπηρετεί καλύτερα το λαϊκό συμφέρον; Ας ξεκαθαρίσουμε πρώτα ποια είναι η χειρότερη λύση από την άποψη του λαϊκού συμφέροντος: Η χειρότερη λύση είναι η διατήρηση της τωρινής κατάστασης, όπου πληρώνουμε ακριβά για δημόσια αγαθά που δεν έχουμε — αυτό δηλαδή που υποδεικνύει επί της ουσίας ο Τσίπρας με το φιλαράκι του τον Παπασπύρο και τους υπόλοιπους του ΠΑΣΟΚ που θέλει να μαζέψει στο κόμμα. Τώρα, μια πιο προσεκτική παρατήρηση θα δείξει ότι οι δύο απόψεις που αναφέρθηκαν δε διαφέρουν δα και τόσο πολύ, διότι καμία δεν εξηγεί λεπτομερώς με ποιον τρόπο, ιδιωτικό ή δημόσιο, θα καταλήξουν τα αγαθά στο λαό. Σε περιόδους ευμάρειας θα μπορούσαμε να συζητάμε περί των διαφορετικών προσεγγίσεων επί μακρόν. Σήμερα, σε συνθήκες κρίσης, το μόνο που έχει σημασία είναι ο κοινός παρονομαστής: η σημερινή κατάσταση των προνομίων και του διεφθαρμένου κράτους πρέπει να ανατραπεί ριζικά.
Τώρα, δεν ξέρω τι ακριβώς θα πει «δεξιοί φιλελεύθεροι», στην πραγματικότητα οι διαφορές μεταξύ όσων αυτοπροσδιορίζονται έτσι είναι όσο μεγάλες και οι διαφορές μεταξύ αριστερών, αλλά το θέμα μας δεν είναι αυτοί παρά μία μεγάλη μάζα πολιτών και σκεπτόμενων ανθρώπων, χωρίς ταμπέλες, που είναι έτοιμη να στηρίξει αλλαγές λογικές και ριζικές που θα έχουν θετική επίπτωση και στο πρόβλημα του ελλείμματος, και στο ζήτημα της οικονομικής ανάπτυξης, και στο μέγα ζήτημα (για αριστερούς, τουλάχιστον) της βελτίωσης των δημοσίων αγαθών. Δε θα μπω στη συζήτηση συγκεκριμένων αλλαγών, ιδέες υπάρχουν πολλές. Αυτό που δεν υπάρχει είναι: 1) πρωτοβουλία (να πάψουμε να είμαστε οι σχολιαστές των γεγονότων), 2) διάθεση συνεννόησης — ας το καταλάβουμε ότι οι αλλαγές απαιτούν συναινέσεις και όχι «αυτόνομες φωνές» και «αυτόνομες καθόδους στις εκλογές», 3) θάρρος και πυγμή και 4) νέα πρόσωπα με καλές ιδέες και διάθεση να προσφέρουν (δεν εννοώ ηλικιακά νέα, θυμίζω τον Καμίνη και τον Μπουτάρη). Πολλοί γνωστοί μου θεωρούν αστείο ότι περιμένω «πυγμή» από το συγκεκριμένο κόμμα· όσο για τα νέα πρόσωπα αυτά δυστυχώς δε θα προκύψουν εάν τα παλιά δε συνειδητοποιήσουν την ανεπάρκειά τους και δεν πάψουν να συμπεριφέρονται ως βουλευτές σε επετηρίδα. Με βάση όμως τη γενική ανυπαρξία υγιών πολιτικών δυνάμεων και την εκτίμησή μου σύμφωνα με την οποία το πολιτικό στίγμα μιας δημοκρατικής αριστεράς είναι πολύ κοντά στις δυνατότητες της κοινωνίας για πολιτικές συγκλίσεις, νιώθω την ανάγκη να απευθύνω μία τελευταία έκκληση.
Η σχετική συζήτηση εδώ.
ΑπάντησηΔιαγραφή