Η «πολύ θετική» άποψη που εξέφρασα στην προηγούμενη ανάρτηση βασιζόταν στα σημεία του νομοσχεδίου που είχαν κυκλοφορήσει στον τύπο, και όχι στο ίδιο το νομοσχέδιο, το οποίο περιέχει και σημαντικές αρνητικές εκπλήξεις. Παραπέμπω στο Φελέκι για μία συνοπτική αξιολόγηση με την οποία συμφωνώ εν γένει (αλλά όχι απολύτως). Θα επιχειρήσω με μία σειρά αναρτήσεων να σχολιάσω πιο αναλυτικά ορισμένες θετικές και αρνητικές πτυχές. Δεν έχω ούτε την εμπειρία ούτε την άμεση εποπτεία που θα μου επέτρεπε να υποστηρίξω τις απόψεις μου με μεγάλη σιγουριά, και είναι βέβαιο ότι όταν τα συζητήσω με πανεπιστημιακούς στην Ελλάδα θα αλλάξω γνώμη σε μερικά. Αλλά ίσως και η ματιά από το εξωτερικό (κάποιου που εκπαιδεύτηκε στην Ελλάδα και εξακολουθεί να έχει επικοινωνία και ενημέρωση για τα τεκταινόμενα) να έχει κάποια αξία. Θα αναβάλω τα θετικά για την επόμενη ανάρτηση, διότι προέχει η κριτική, με την ελπίδα της αναθεώρησης ορισμένων άρθρων.
Ποιοι θα φτιάξουν το ελληνικό πανεπιστήμιο; Εδώ υπάρχει, βασικά, μόνο μία απάντηση: οι ίδιοι οι Έλληνες πανεπιστημιακοί, αυτοί που βρίσκονται και ιδρώνουν σε αυτό καθημερινά. Κανένας εξωτερικός παράγοντας, πανεπιστημιακός ή πολιτικός, δεν είναι σε θέση να επιβάλει την ποιότητα που ζητάμε από ένα πανεπιστήμιο — ποιότητα, η οποία κρίνεται εσωτερικά σε κάθε τομέα με βάση πολύ εξειδικευμένα κριτήρια. Γι' αυτό και το πρόβλημα είναι τόσο δύσκολο: σαν την κότα με το αυγό, η ποιότητα παράγει ποιότητα, και η έλλειψη ποιότητας αναπαράγεται. Γι' αυτό και μπορούμε να ελπίζουμε μόνο σε σταδιακή βελτίωση: καλή πανεπιστημιακή παράδοση είναι δύσκολο να φτιαχτεί, και απαιτεί γενεές καθηγητών. Για τον ίδιο λόγο, πρέπει να εκτιμούμε και να στηρίζουμε ό,τι καλό υπάρχει (η καταστροφή της παράδοσης είναι πιο εύκολη από το χτίσιμό της).
Η κατάσταση στα ελληνικά πανεπιστήμια είναι γνωστή — ή μήπως δεν είναι; Νομίζω ότι ελάχιστοι ξέρουν τι έρευνα γίνεται, σε ποια τμήματα αυξάνονται οι καλοί καθηγητές και σε ποια οι κλίκες δημιουργούν απροσπέλαστα στεγανά. Η πραγματικότητα είναι, όμως, ότι σε έναν μεγάλο αριθμό πανεπιστημιακών τμημάτων, πριν την κρίση, είχε αυξηθεί ο αριθμός των νέων, αξιόλογων επιστημόνων, συχνά με εκπαίδευση και καθηγητική εμπειρία σε μερικά από τα καλύτερα πανεπιστήμια του εξωτερικού. Λίγο αυτή η πλαστή ανάπτυξη, η ψευδαίσθηση της «δυνατής Ελλάδας», ο κάποιος εκσυγχρονισμός, και η αύξηση των Ελλήνων με σπουδές στο εξωτερικό, είχαν οδηγήσει σε αυτήν την αρκετά ελπιδοφόρα κατάσταση. Η πολιτεία που ενδιαφέρεται για τα πανεπιστήμια θα έπρεπε πρωτίστως να θέσει τα ακόλουθα ερωτήματα: 1) πώς συντηρώ αυτό το ρεύμα σε συνθήκες κρίσης; 2) πώς σπάω τα στεγανά ώστε να γενικευθεί το ρεύμα (διότι υπήρχαν σχολές, ειδικά εκεί που η θέση ΔΕΠ συνεπαγόταν εξωπανεπιστημιακά συμφέροντα, π.χ. γιατροί, δικηγόροι, μηχανικοί, που απ' όσο μπορώ να ξέρω είχαν μείνει χωρίς ... ρεύμα).
Δε θα μιλήσω για τα αυτονόητα, που συμπεριλαμβάνουν τη χρηματοδότηση, διότι εδώ συζητάμε το νομοσχέδιο. Και δυστυχώς, η παρατήρηση που έκανα στην προηγούμενη ανάρτηση, ότι δηλαδή σε κάποιο ζήτημα οι νέοι καθηγητές μένουν έξω απ' το χορό, ισχύει πολύ γενικότερα. Πλέον δε μιλάμε για ένα θέμα που με αφορά προσωπικά, αλλά για μία από τις κεντρικές πτυχές του νομοσχεδίου. Εξηγώ:
Με την κατάργηση της θέσης του λέκτορα, είχε δημιουργηθεί η εντύπωση ότι θα δημιουργούνταν ένα σύστημα tenure-track («προς μονιμότητα»), αντίστοιχο αυτού των αμερικάνικων πανεπιστημίων, όπου θα εκλέγεται κανείς αρχικά στη θέση του επίκουρου καθηγητή (αυτό καλό, διότι οι τέσσερις βαθμίδες λέκτορας-επίκουρος-αναπληρωτής-τακτικός καθυστερούσαν υπερβολικά την ανέλιξη των νέων ανθρώπων), και θα μονιμοποιείται (δηλ. θα γίνεται αναπληρωτής) αν και μόνο αν το ερευνητικό και εκπαιδευτικό του έργο κρίνεται κατάλληλο μετά από κάποια χρόνια. Έτσι, από τη μία θα έπαυε το φαινόμενο των μονίμων λεκτόρων ή επίκουρων, που έχουν να κάνουν έρευνα από την εποχή του διδακτορικού τους, και από την άλλη θα επιβραβεύονταν οι καλοί ερευνητών με τη μονιμοποίησή τους.
Αντ' αυτού, δεν προβλέπεται καμία διαδικασία εξέλιξης των επίκουρων καθηγητών, παρά μόνο η δυνατότητά τους να κάνουν αίτηση για ανώτερη θέση εάν και όταν ανοίξει (άρθρα 16 και 25). Δηλαδή, το Υπουργείο φαίνεται να θεωρεί (αν, βέβαια, το ζήτημα τους απασχόλησε) ότι θα μπορέσει να προσελκύσει καλούς, νέους επιστήμονες με την υπόσχεση μίας τετραετούς δουλειάς η οποία μπορεί να εξελιχθεί σε αδιέξοδο για λόγους που δε σχετίζονται με αυτούς (π.χ. έλλειψη κονδυλίων για την προκήρυξη θέσης ή κλίκες καθηγητών ανώτερης βαθμίδας που δεν επιθυμούν να ανοίξει θέση), τη στιγμή που αυτοί οι επιστήμονες μπορούν να έχουν μία φυσιολογική εξέλιξη, π.χ. στις ΗΠΑ ή στην Αγγλία, σε ένα σαφώς καλύτερο ακαδημαϊκό περιβάλλον.
Καλά λέει λοιπόν το Φελέκι ότι επιστρέφουμε στο καθεστώς της έδρας, μία πιο ακριβής αναλογία θα ήταν, νομίζω, αυτή του γαλλικού συστήματος (όπου υπάρχουν μόνο τακτικοί καθηγητές και — μη εξελίξιμοι — maître de conférences), ένα σύστημα που ακόμα και στη συντηρητική, στα πανεπιστημιακά θέματα, Γαλλία συζητιέται ως αρνητικό, εξαιτίας ακριβώς της αδυναμίας του να απορροφήσει και να δώσει προοπτική σε νέους. Στη Γαλλία, βέβαια, το μέσο επίπεδο των καθηγητών είναι τέτοιο που συνήθως αρκεί για να εγγυηθεί την ποιότητα. Στην Ελλάδα, όπου όπως έγραψα παραπάνω είναι ζήτημα επιβίωσης να στηριχτούμε στους νέους, τα αποτελέσματα αυτού του συστήματος μπορεί να είναι τραγικά.
Να σημειώσω ότι είναι γενική εντύπωση από το νομοσχέδιο ότι το ζήτημα των νέων επιστημόνων δεν απασχόλησε το Υπουργείο, και υπάρχει εν γένει μία υποψία ότι η σωτηρία αναμένεται να έρθει με μερικούς καθηγητές-αυθεντίες που θα έρθουν, είτε κρατώντας τη θέση τους στο εξωτερικό, είτε μετακαλούμενοι σε διοικητικές θέσεις, είτε σε επιχορηγούμενες από ιδιώτες θέσεις. Χωρίς να κατακρίνω αυτές τις μεθόδους προσέλκυσης καταξιωμένων πανεπιστημιακών, είναι λανθασμένο και επικίνδυνο να επενδύονται πολλά σε αυτούς και λίγα στη μεγάλη μάζα των υπολοίπων μελών ΔΕΠ, για τους λόγους που ανέφερα στην εισαγωγή. Π.χ., ενώ καταργούνται οι (απαράδεκτες) θέσεις 407, δε δημιουργείται κανενός είδους θέσεις post-doc, προκαθορισμένης διάρκειας, που να επιτρέπουν σε νέους κατόχους διδακτορικού διπλώματος να αναπτύξουν την έρευνά τους μέχρι να βρεθούν σε θέση να κάνουν αίτηση για πιο μόνιμες θέσεις. Θέσεις, που θα μπορούσαν εύκολα να προσελκύσουν και ξένους ερευνητές, βοηθώντας στη διεθνοποίηση που το Υπουργείο ονειρεύεται. (Δημιουργούνται μόνο προσωρινές διδακτικές θέσεις, άρθρο 16, χωρίς πρόβλεψη για ερευνητική απασχόληση, άρα κάτι σαν το 407).
Το ζήτημα που ανέδειξα είναι, πιστεύω, το σημαντικότερο μειονέκτημα του νομοσχεδίου, πολύ σημαντικότερο από διοικητικά ζητήματα που θα συζητηθούν πολύ. Οι κλίκες και τα στεγανά, που δημιουργήθηκαν από την εποχή των εδρών και που μόνο προσφάτως με τις συνταξιοδοτήσεις εκείνης της γενιάς άρχισαν να σπάνε, κινδυνεύουν να ξαναενισχυθούν με την στεγανοποίηση των μόνιμων βαθμίδων (τακτικού και αναπληρωτή) και την εργασιακή αβεβαιότητα του πιο δυναμικού τμήματος της πανεπιστημιακής κοινότητας. Για να διατηρήσουμε κάποιες ελπίδες αλλαγής αυτών των διατάξεων θα πρέπει οι εμπλεκόμενοι φορείς να δώσουν προτεραιότητα σε αυτό το ζήτημα. Νομίζω ότι εδώ θα φανούν και οι πραγματικές τους προθέσεις.
Περιμένω να δω τι σου άρεσε!
ΑπάντησηΔιαγραφήΈγραψα πάντως ότι η "πολύ θετική" άποψη με τρόμαξε έχοντας προπάντων κατά νου τα διοικητικά που δεν σχολίασες. Θεός φυλάξοι από τους παπάδες και τους παράγοντες-κομματάρχες, τις "τοπικές κοινωνίες" και την κοινωνία εν γένει.
Εδώ όμως μπαίνει και το πολύ σωστό που γράφεις για το ποιός θα φτιάξει το πανεπιστήμιο και το πώς χτίζεται μια παράδοση. Όλη η πολιτική της κυβέρνησης στηρίζεται αντίθετα σε μια επίθεση κατά των πανεπιστημιακών και των πανεπιστημίων ("όλοι ξέρουν τι γίνεται στα πανεπιστήμια..." κλπ.), που δεν είναι απλώς λαϊκίστικη, αλλά ακροδεξιάς κοπής και πατάει στο ressentiment κατά της διανοητικής εργασίας.
Επίσης δεν θα αποχώριζα από τα υπόλοιπα το ζήτημα της χρηματοδότησης που θεωρείς αυτονόητο. Αυτό είναι το κέντρο του όλου: η προσαρμογή σε ό,τι προβλέπεται από μνημόνια και μεσοπρόθεσμα, σε ένα επίπεδο δημοσίων δαπανών που αντιστοιχεί σε χώρα χωρίς σοβαρό δημόσιο σύστημα υγείας και παιδείας.
Τέλος, μια κουβέντα για τους αιώνιους φοιτητές που όλοι (και το Φελέκι που μας παραπέμπεις) βροντάνε επί της κεφαλής των. Πρώτον, δεν είναι ελληνική ιδιαιτερότητα, έχω παρατηρήσει πολυάριθμα τευτονικά δείγματα του είδους. Δεύτερον, δεν είναι παθογένεια, αλλά θεσμός αξεχώριστος από την ακαδημαϊκή ελευθερία. Αλλά πες ότι εγώ είμαι ανώμαλος αφού, εκτός από τους Τεύτονες που σπουδάζουν αργά και σε βάθος, γουστάρω και τους ημέτερους που εμφανίζονται μόνο στις φοιτητικές εκλογές για να ρίξουνε μ-λ. Μπορεί κάποιος να μου εξηγήσει ποιόν ενοχλούνε (πρακτικά, αφήστε το απωθημένο κατά των ρέμπελων) και για ποιά δεινά των πανεπιστημίων ευθύνονται;
Σώκρατες, μόλις έγραψα τη γνώμη μου και για τα ζητήματα διοίκησης.
ΑπάντησηΔιαγραφήΤο ζήτημα της χρηματοδότησης είναι σημαντικό, αλλά και παραπλανητικό. Οι καλές δομές είναι αναγκαίες για να αποδώσει η χρηματοδότηση, αλλιώς θα γίνει ό,τι έγινε με τη γεωργία και άλλους τομείς της οικονομίας όπου απλώς έτρωγαν τα εύκολα λεφτά χωρίς κανένα μόνιμο αποτέλεσμα. Δεν αποτελεί βέβαια αυτό δικαιολογία για τη συστηματική υποχρηματοδότηση της έρευνας, αλλά ούτε θα ήταν όλα ωραία και καλά (ή κατά προσέγγιση έτσι) αν υπήρχε επαρκής χρηματοδότηση. Στη σημερινή μάλιστα συγκυρία, δεν μπορούμε να υποκρινόμαστε ότι το μνημόνιο δεν υπάρχει (ή θα μπορούσε να μην υπάρχει). Αν λοιπόν βρει το υπουργείο τρόπο να διοχετεύσει την αναγκαστικά ελλειπή χρηματοδότηση με καλύτερους τρόπους, θα είναι ευχής έργο.
Για τους αιώνιους, με ενοχλεί που πρέπει ένας καθηγητής να διορθώνει πεντακόσια γραπτά κάθε εξάμηνο επειδή οι τριακόσιοι δίνουν εξετάσεις σαν να παίζουν κουλοχέρη, και με ενοχλεί όχι μόνο για το κόστος που αυτό δημιουργεί για το κράτος και για τον καθηγητή, αλλά και για τις επιπτώσεις στην πειθαρχία της γνώσης - το δώσε, δώσε και με βάση τις πιθανότητες κάποτε θα περάσεις δεν αποτελεί εκπαιδευτική διαδικασία. Με ενοχλεί που το πανεπιστήμιο δεν είναι πιο αυστηρό, διότι όπως έλεγε και ο Ελεφάντης το αυστηρό σχολείο διδάσκει γράμματα και στο παιδί του φτωχού.
Για τα διοικητικά: στην παραπάνω ανάρτησή σου.
ΑπάντησηΔιαγραφήΓια τη χρηματοδότηση: Φυσικά και δεν θα ήταν όλα καλά αν απλώς υπήρχε επαρκής χρηματοδότηση. Τώρα όμως το κράτος, με την υπό όρους χρηματοδότηση, αποσύρεται από την τυπική του υποχρέωση. Ειδικά οι θεωρητικές σπουδές, που δεν θα διαπρέψουν στην ποσοτική αξιολόγηση, θα γονατίσουν.
Για τους αιώνιους: Τους ανέφερα επειδή η ρύθμιση ακούγεται αυτονόητη σε πολλούς, προβάλλεται από τη ρητορική του υπουργείου (να μπει επιτέλους τάξη), πατάει σε άσχημα αντανακλαστικά της κοινωνίας και στην πραγματικότητα δεν απαντά σε κανένα απολύτως πρόβλημα.
Με το θέμα που λες δεν συνδέεται: του λόγου μου ακριβώς επειδή κατέβαινα και αδιάβαστος τελείωσα εγκαίρως.
Για κάποιο λόγο, το "όπως έλεγε και ο Ελεφάντης" θεωρείται νοκ-άουτ επιχείρημα στην καθ' ημάς Αριστερά. Τι να πω; Εγώ γράφω μονοτονικό χωρίς καθόλου τύψεις.
Εν προκειμένω πάντως συμφωνώ με την ελεφάντειο ρήση. Μόνο που άλλο πράγμα το σχολείο και άλλο το πανεπιστήμιο. Το σχολείο παίρνει από το χέρι τα παιδάκια και πρέπει να χώσει πέντε γράμματα σε όλα τα κεφαλάκια. Στο πανεπιστήμιο (τύπου Χούμπολντ) είσαι εν γένει εσύ υπεύθυνος για το πώς και τι θα μάθεις. Αυτό, ομολογώ, δεν είναι χωρίς προβλήματα, προπάντων λόγω του πώς βγαίνουν τα παιδιά από το σχολείο. Με τις σημερινές βέβαια μεταρρυθμίσεις σε όλη την Ευρώπη το πανεπιστήμιο μετατρέπεται σε σχολείο (το ν+2 είναι το λιγότερο), σαρώνοντας το πνεύμα του Χούμπολντ και τα ρέστα και εκεί που υπάρχουν και εδώ όσο υπάρχουν.
Σώκρατες, το σχόλιό σου αυτό ανοίγει μία τεράστια συζήτηση που είναι πολύ κεντρική στη διαφωνία μας.
ΑπάντησηΔιαγραφήΥπερασπίζεσαι ένα πανεπιστήμιο «του Χούμπολντ» που αντιστοιχεί σε άλλη εποχή, όταν η θέση του πανεπιστημίου ήταν πολύ πιο ελιτίστικη, και οι φοιτητές αποτελούσαν μόνο μία μικρή, μορφωμένη αφρόκρεμα. Ήθελα να γράψω «πρέπει να επιλέξεις αν θέλεις μαζικό πανεπιστήμιο ή πανεπιστήμιο του Χούμπολντ», αλλά στην πραγματικότητα δεν τίθεται θέμα επιλογής αφού αυτή υπαγορεύεται από το στάδιο της οικονομικής, κοινωνικής και τεχνολογικής μας ανάπτυξης (αυτό δεν αφορά μόνο τις θετικές σπουδές, αλλά και τις ανθρωπιστικές - υπάρχουν πολύ περισσότερες δουλειές σήμερα για φιλολόγους και ψυχολόγους απ' ό,τι πριν από εκατό χρόνια). Πρέπει λοιπόν να αναζητηθεί ένα μοντέλο μαζικού πανεπιστημίου που ταυτοχρόνως θα επιτρέπει την κατά το δυνατό ελεύθερη και αβίαστη ανάπτυξη της γνώσης. Ίσως να φτιάξουμε σχολές-ελίτ, σαν την École Normale Supérieure; Αλλά δε νομίζω ότι θα σε ικανοποιούσε τότε ο εργαλειακός ρόλος των κατώτερων σχολών.
Στο θέμα μας τώρα: δεν απάντησες στο εκπαιδευτικό ζήτημα που θέτω, ότι δηλαδή δεν επιτυγχάνεται μόρφωση με αλλεπάλληλες εξετάσεις μέχρι να επιτευχθεί το πολυπόθητο 5. Θέλεις να αφήσουμε τον αριθμό ετών αόριστο και να βάλουμε μέγιστο αριθμό εξετάσεων; Αυτός που δίνει ένα μάθημα δέκα φορές το κάνει στην προσπάθειά του να φτάσει το ιδανικό του Χούμπολντ, ή μήπως εξαιτίας της απουσίας τέτοιας προσπάθειας; Δε λέω ότι πρέπει να σου επιβάλει το πανεπιστήμιο τον τρόπο που θα μάθεις, το διευκρινίζω. Αλλά δίνοντάς σου την ελευθερία ως προς τον τρόπο, μπορεί και πρέπει να σε εξετάσει αυστηρά ως προς το αν έμαθες.
Τέλος, καλό είναι να δούμε τα ζητήματα από μία οικονομική σκοπιά, με τη γενικότερη έννοια, εκτός αν η χωρίς όρια ελευθερία του φοιτητή είναι μία από τις σημαντικότερες αξίες του πανεπιστημίου που πρέπει να μείνουν απαραβίαστες. (Γιατί όμως να είναι έτσι; Η απόλυτη ελευθερία του φοιτητή δεν έρχεται σε σύγκρουση με την έλλειψη ελευθερίας του μη φοιτητή που του πληρώνει τις σπουδές; Η απόλυτη ελευθερία δεν επιβάλλει, για λόγους κοινωνικής δικαιοσύνης, και αντίστοιχη λογοδοσία από την πλευρά του φοιτητή, μέσα σε εύλογο χρονικό διάστημα;) Παράδειγμα οικονομικής σκέψης: εξυπηρετεί καλύτερα τους στόχους του πανεπιστημίου (και το όραμα του Χούμπολντ) να ξοδεύει δυο βδομάδες ένας καθηγητής για να διορθώνει γραπτά φοιτητών που δίνουν την ίδια εξέταση κάθε εξάμηνο, από το να αφιερώσει τον ίδιο χρόνο σε μία πιο δημιουργική εργασία;
Κανείς δεν μιλάει για το πανεπιστήμιο του 19ου αιώνα, αλλά για το μαζικό μεταπολεμικό πανεπιστήμιο, που σήμερα μεταλλάσσεται. Αυτό το μαζικό πανεπιστήμιο σήμαινε (αλλού περισσότερο, αλλού λιγότερο) ότι κι ο φοιτητής που δεν θα έμενε στην έρευνα ή δεν θα έπαιρνε μια θέση στην ελίτ, στις σπουδές του ερχόταν σε επαφή με το τι σημαίνει ελεύθερη επιστημονική έρευνα, σφαιρική αντίληψη και άσκηση μιας επιστήμης. Φυσικά, επειδή το πανεπιστήμιο δεν σε έπαιρνε από το χέρι μέχρι το πτυχίο, επειδή μετά το '68 υπήρχε κι η επανάσταση, επειδή δεν υπήρχε τόση πίεση στην αγορά εργασίας κ.ά. οι σπουδές τραβούσαν σε μάκρος ή κιόλας αρκετοί τα παρατούσαν. Η "λύση" που δίνεται σήμερα στο πρόβλημα που θέτεις (μάζα ή/και ελίτ) είναι ακριβώς ο διαχωρισμός: η θέσπιση ενός ταχύρρυθμου πρώτου κύκλου σχολικής κατάρτισης και η μετακύλιση των σοβαρών σπουδών σε μεταπτυχιακά, κέντρα αριστείας (μπρρρ...) κλπ.
ΑπάντησηΔιαγραφήΓια το άλλο: Από τώρα βαριέσαι να διορθώνεις; Αρνούμαι να παρακολουθήσω την τιμωρητική λογική. Πραγματικά, η ελληνική κοινωνία βουλιάζει και θέλει να δει αίμα στην αρένα. Και της δίνουν τους τεμπέληδες και άχρηστους φοιτητές και πανεπιστημιακούς, τους βολεμένους δημοσίους υπαλλήλους, τον Άκη.
Για τη χρηματοδότηση: Παρέλειψα να αναφέρω ότι προφανώς έρχονται δίδακτρα, άμεσα στον δεύτερο κύκλο, προσεχώς στον πρώτο (ούτε η Θάτσερ τα θεσμοθέτησε, απλώς έκλεισε τη στρόφιγγα).
Σόρρυ, το τελευταίο που λέω το πιάνεις στην τελευταία σου ανάρτηση.
ΑπάντησηΔιαγραφήΔεν είμαι οπαδός του 3+2, για το λόγο που γράφεις. Οι φοιτητές που δεν θα μπουν στην ελίτ να έχουν αποκτήσει μία επαφή με την «πραγματική» επιστήμη. Δεν είναι αυτονόητο, βέβαια, ότι το 3 θα είναι ταχύρρυθμη κατάρτιση και το 2 εμβάθυνση στην επιστήμη, θα μπορούσε το πρώτο να είναι γενικές γνώσεις και το δεύτερο ειδίκευση, και νομίζω ότι τουλάχιστον στα γερμανόφωνα μέρη της Ευρώπης που προσαρμόστηκαν στην Μπολόνια έτσι έχει γίνει — και είναι στο χέρι των πανεπιστημίων.
ΑπάντησηΔιαγραφήΕν πάσει περιπτώσει, μπλέκεις τα πράγματα διότι συζητούσαμε για τους αιώνιους φοιτητές και όχι για το 3+2. Η προσέγγισή σου στο μαζικό πανεπιστήμιο, η επαφή με την επιστημονική πρακτική, δε σχετίζεται και δε δικαιολογεί την έλλειψη χρονικών και άλλων περιορισμών, πολλώ μάλλον δεν καθιστά τους αιώνιους φοιτητές «θεσμό αξεχώριστο από την ακαδημαϊκή ελευθερία».
Για τη διόρθωση δε θα έπρεπε να σου απαντήσω αφού αγνοείς ολόκληρο το επιχείρημά μου, αλλά ναι, πάντα βαριόμουν να διορθώνω, και δε γουστάρω το πανεπιστήμιο να μετατρέπεται σε εξεταστικό κέντρο και οι καθηγητές σε διορθωτές.